1. Το περιεχόμενο του νόμου 3374/2005 για την αξιολόγηση
Ο νόμος 3374/2005 θεσμοθετεί τη διαδικασία της αξιολόγησης στα Α.Ε.Ι., η οποία έχει ως στόχο της να «διασφαλίσει και να βελτιώσει την ποιότητα της έρευνας και διδασκαλίας, των σπουδών και των λοιπών υπηρεσιών που παρέχονται από αυτά στο πλαίσιο της αποστολής τους»[1]. Αντικείμενο της αξιολόγησης είναι οι Σχολές ή τα Τμήματα, δια μέσω αυτών τα Α.Ε.Ι. συνολικά, αλλά και αυτοτελώς τα προγράμματα προπτυχιακών ή μεταπτυχιακών σπουδών[2].
Η διαδικασία χωρίζεται σε δύο στάδια, την εσωτερική και την εξωτερική αξιολόγηση.
Η πρώτη διενεργείται από την ίδια την υπό αξιολόγηση μονάδα και συνίσταται «στη συστηματική αποτίμηση και καταγραφή του διδακτικού, ερευνητικού ή άλλου έργου από τις ίδιες τις ακαδημαϊκές μονάδες των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης σε σχέση με τη φυσιογνωμία, τους στόχους και την αποστολή τους»[3]. Παράλληλα, η Μονάδα Διασφάλισης Ποιότητας (ΜΟ.ΔΙ.Π.), που συστήνεται σε κάθε ίδρυμα για να συντονίσει τη διαδικασία, διαμορφώνει μια έκθεση με «συγκεντρωτικά στοιχεία με ποσοτικά δεδομένα για τους φοιτητές ή σπουδαστές, τα μέλη Δ.Ε.Π. ή Ε.Π., το λοιπό επιστημονικό προσωπικό, το διοικητικό προσωπικό, το πρόγραμμα σπουδών, τη φοιτητική μέριμνα, τις διοικητικές υπηρεσίες, την υλικοτεχνική υποδομή και κάθε άλλο θέμα που αφορά τη λειτουργία της ακαδημαϊκής μονάδας»[4], στην ανάλυση των οποίων στηρίζεται η εσωτερική αξιολόγηση[5]. Από τη διαδικασία αυτή προκύπτει τελικά μια έκθεση. Το πόνημα όμως αυτό δε φαίνεται να έχει κάποια δεσμευτικότητα, καθώς ο νόμος αρκείται να αναφέρει πως η επιτροπή εξωτερικής αξιολόγησης (που έχει το λόγο τελικά) απλώς τη «λαμβάνει υπόψη της»[6].
Η εξωτερική αξιολόγηση διενεργείται από την Επιτροπή Εξωτερικής Αξιολόγησης. Μέλη της; «Ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες, επιστήμονες αναγνωρισμένου κύρους»[7] που κληρώνονται από το σχετικό μητρώο που τηρεί η Αρχή Διασφάλισης Ποιότητας (Α.ΔΙ.Π.), η οποία συντονίζει τη διαδικασία σε εθνικό επίπεδο. Η επιτροπή αυτή κρίνει και αξιολογεί τα αποτελέσματα της εσωτερικής αξιολόγησης πραγματοποιώντας επιτόπιες επισκέψεις και συζητήσεις και καταλήγει στη «σύνταξη της έκθεσης εξωτερικής αξιολόγησης της ακαδημαϊκής μονάδας, η οποία περιλαμβάνει αναλύσεις, διαπιστώσεις, συστάσεις και υποδείξεις των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν προκειμένου να βελτιωθεί ακόμη περισσότερο η ποιότητα του διδακτικού, ερευνητικού ή άλλου έργου ή να αντιμετωπιστούν τυχόν αδυναμίες και αποκλίσεις που εντοπίστηκαν σε σχέση με τη φυσιογνωμία, τους στόχους και την αποστολή κάθε ακαδημαϊκής μονάδας»[8]. Την έκθεση αυτή αναλαμβάνει να δημοσιοποιήσει η Α.ΔΙ.Π.
Αυτό το οποίο όμως καλύπτει πέπλο μυστηρίου είναι τελικά τα αποτελέσματα της αξιολόγησης. Ο νόμος ορίζει πως «με βάση τα αποτελέσματα της αξιολόγησης λαμβάνονται από τα ακαδημαϊκά ιδρύματα και την Πολιτεία τα αναγκαία μέτρα διασφάλισης και βελτίωσης της ποιότητας»[9]. Από σειρά άλλων σχετικών κειμένων, όπως ο γνωστός νόμος-πλαίσιο[10], προκύπτει ξεκάθαρα πως η αξιολόγηση συνδέεται με τη χρηματοδότηση, με διατύπωση ωστόσο εξίσου (επιμελημένα θα έλεγε κανείς…) ασαφή ώστε να μην μπορεί κανείς μόνο από αυτά να εξάγει ασφαλή συμπεράσματα για τον ακριβή τρόπο σύνδεσης. Προκειμένου να μην καταλήξουμε λοιπόν σε κρυστάλλινες σφαίρες επιδιδόμενοι τεχνηέντως σε λήψη του ζητουμένου, το πιο ασφαλές είναι να εξετάσουμε πώς εφαρμόστηκε το σύστημα όπου εφαρμόστηκε.
Η Μεγάλη Βρετανία αποτελεί μάλλον το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, αφού σε πολλά σημεία του ο κακότεχνος νόμος 3374/2005 αποτελεί πιστή μετάφραση του αγγλικού προτύπου. Εκεί λοιπόν είναι αποκαλυπτική η πορεία του Research Assessment Exercise (RAE), το οποίο αξιολογούσε σε εθνικό επίπεδο την ερευνητική διαδικασία. Το RAE προέβαινε σε κατάταξη των ιδρυμάτων ανάλογα τις επιδόσεις τους σε ό,τι αυτό όριζε ως ποιότητα και με βάση αυτή την ιεραρχική κατάταξη διένειμε τη χρηματοδότηση. Αποτέλεσμα; Να συγκεντρώνεται η χρηματοδότηση σε ορισμένα ιδρύματα (δίχως να λείπουν οι κατηγορίες για παρασκηνιακές δοσοληψίες) και τα υπόλοιπα να καταδικάζονται σε μαρασμό, μην μπορώντας βέβαια να διασφαλίσουν ούτε ιδιωτική χρηματοδότηση, η οποία προτιμούσε και αυτή τα «καλά» πανεπιστήμια. Να παραμορφώνονται οι δραστηριότητες των πανεπιστημίων και των ερευνητικών τους προγραμμάτων, που καθόριζαν τους στόχους τους μόνο με βάση τα κριτήρια της εκάστοτε αξιολόγησης. Να οδηγηθούν οι καθηγητές σε ένα σύστημα «μεταγραφής» ανάλογα με την κατάταξη τους, από πανεπιστήμιο σε «καλύτερο» πανεπιστήμιο, με αποκλεισμό όσων δεν πληρούσαν τα κριτήρια (ο συνήθης θεσμός των «δημοσιεύσεων», που υφίσταται μεγάλη κριτική παγκοσμίως, καθώς θεωρείται ότι οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα και επικρατεί τελικά το σύνθημα «δεν έχει σημασία η ποιότητα αρκεί να δημοσιεύεις»), μεταξύ αυτών και οι νέοι ερευνητές. Να φτάσουμε, τέλος, σε παράλογες καταστάσεις, όπου τα πανεπιστήμια βελτιώνουν τεχνητά τους βαθμούς τους και συζητούν «για το αν θα έπρεπε να προσπαθήσουν να βρεθούν στην ελίτ και να μοιραστούν χρήματα πιθανόν με περισσότερα πανεπιστήμια ή να μείνουν στάσιμοι ώστε να μοιραστούν χρήματα με λιγότερα πανεπιστήμια με πιθανό καλύτερο αποτέλεσμα σε απόλυτους αριθμούς» (sic)! Όσο κι αν προσπαθήσαμε, δεν μπορέσαμε να βρούμε κάτι το ακαδημαϊκό σε όλη αυτή τη φαρσοκωμωδία…
------------------------------------------
[1] Άρθρο 1 §1 ν. 3374/2005.
[2] ό.π., άρθρο 1 §3.
[3] ό.π., άρθρο 4 §1.
[4] ό.π., άρθρο 2 §5.
[5] ό.π., άρθρο 4 §3.
[6] ό.π.
[7] ό.π., άρθρο 8 §5.
[8] ό.π., άρθρο 7 §3.
[9] ό.π., άρθρο 1 §2.
[10] Άρθρο 5 §5 ν. 3549/2007.
2. Ο Ευρωπαϊκός Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης
Η διαδικασία της αξιολόγησης θεσμοθετείται ώστε να εφαρμοστεί στην Ελλάδα η περιώνυμη Διακήρυξη της Μπολόνια, η οποία επιδιώκει να καθιερώσει τον Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης, δηλαδή κοινή πολιτική των κρατών μελών σε ό,τι αφορά στην ανώτατη εκπαίδευση, ώστε να διασφαλίσει «καλύτερη συμβατότητα και πληρέστερη συγκρισιμότητα των συστημάτων ανώτατης εκπαίδευσης»[1] (sic). Προς το σκοπό τούτο θέτει έξι στόχους, εκ των οποίων ο πέμπτος είναι η: «προώθηση της Ευρωπαϊκής συνεργασίας στη διασφάλιση της ποιότητας, με στόχο την ανάπτυξη συγκρίσιμων κριτηρίων και μεθοδολογιών.»
Ο Ενιαίος Ευρωπαϊκός Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης, όπως φαίνεται και από τα υπόλοιπα σημεία της Διακήρυξης, π.χ. για το Παράρτημα Διπλώματος και τις Πιστωτικές Μονάδες (η ρύθμιση για τα οποία, ω του θαύματος, περιέχεται στο νόμο για την αξιολόγηση[2]…), αποσκοπεί στο να κάνει πιο «ευανάγνωστα» υπό συγκεκριμένο πρίσμα τα Α.Ε.Ι. των ευρωπαϊκών χωρών. Συγκεκριμένα, στο πνεύμα της ελεύθερης κινητικότητας των ανθρώπων (ως οικονομικών παραγόντων πάντα…), των αγαθών και των υπηρεσιών, διευκολύνει την κινητικότητα τόσο καθηγητών και φοιτητών μέσα στον ενιαίο χώρο, αφού με το σύστημα πιστωτικών μονάδων η εκπαίδευση τεμαχίζεται σε πακέτα αποτιμητά σε πιστωτικές μονάδες ώστε να είναι άμεσα συγκρίσιμα, όσο και των εργαζομένων, αφού οι εργοδότες θα μπορούν με το Παράρτημα Διπλώματος να συγκρίνουν εύκολα και άμεσα τα επαγγελματικά δικαιώματα που απορρέουν από το κάθε πτυχίο, έστω κι αν δε δόθηκαν όλα από το ίδιο ΑΕΙ.
Η Παιδεία αποτελεί λοιπόν και αυτή υπό αυτό το πρίσμα ένα εμπορεύσιμο προϊόν, το οποίο δεν θα μπορούσε να αφεθεί στο απυρόβλητο καθώς οικοδομείται η ενιαία εσωτερική αγορά. Στο πλαίσιο αυτό η διαδικασία της αξιολόγησης έρχεται να κατατάξει τα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης σε «καλά» και «κακά», με βάση μια πολύ συγκεκριμένη νοηματοδότηση της «ποιότητας» - όσο κι αν προσπαθεί ο πρόεδρος της Α.ΔΙ.Π. με τις εξαγγελίες του να μας πείσει πως δήθεν η αξιολόγηση δεν θα καταλήγει σε κατάταξη – ώστε να διευκολύνει τους «καταναλωτές» τους στην επιλογή. Είναι άλλωστε γνωστοί και χαρακτηριστικοί για την κρατούσα νοοτροπία οι «πίνακες κατάταξης των κορυφαίων πανεπιστημίων» του κόσμου που δημοσιεύονται κάθε χρόνο…
Ο Ενιαίος Ευρωπαϊκός Χώρος στοχεύει στην οικονομική ολοκλήρωση και στον χώρο της Παιδείας, αφού αγοραία την αντιλαμβάνεται. Δίχως ενδιαφέρον για τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας (για παράδειγμα η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα με συνταγματικά κατοχυρωμένη αποκλειστικά δημόσια ανώτατη εκπαίδευση, γεγονός που προκαλεί ειρωνικά μειδιάματα σε πολλούς ευρωπαίους εταίρους μας, αλλά εμείς το αντιλαμβανόμαστε ως αδιαπραγμάτευτη αναγκαιότητα και πολύτιμη παρακαταθήκη), ευαγγελίζεται την ομογενοποίηση των Α.Ε.Ι. σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με βάση την «ποιότητα» όπως αυτή γίνεται αντιληπτή και καθορίζεται από τα αποκλειστικά αγοραία κριτήρια. Χαρακτηριστικό είναι πως σύμφωνα με τα επεξηγηματικά σχόλια της Διακήρυξης[3], στο αρχικό της κείμενο που τελικά τροποποιήθηκε, στόχευε στη «σύγκλιση των συστημάτων ανώτατης εκπαίδευσης».
-----------------------------------------------
[1] Παράγραφος 7 Διακήρυξης της Μπολόνια.
[2] Άρθρα 14 και 15 ν. 3374/2005.
[3] Πέμπτο επεξηγηματικό σχόλιο στη Διακήρυξη της Μπολόνια.
3. Τι αξιολόγηση θέλουμε;
Εμείς διαφωνούμε με μια τέτοια τιμωρητική αξιολόγηση, που χρησιμοποιεί ταμπέλες «ποιότητας» προκειμένου να κατατάξει τα πανεπιστήμια σε «καλύτερα» και «χειρότερα» και να εντείνει έτσι τον ανταγωνισμό μεταξύ τους. Αντ’ αυτού προκρίνουμε μια διαφορετική νοηματοδότηση της αξιολόγησης.
Ζητάμε μια αξιολόγηση που προσπαθεί να εντοπίσει τις ανάγκες των ιδρυμάτων και να τις προβάλλει ως θετικά αιτήματα προς το κράτος προκειμένου αυτό να τις καλύψει.
Ζητάμε μια αξιολόγηση που θα ωθεί τα πανεπιστήμια να γίνουν όντως καλύτερα, στο πλαίσιο μιας λογικής δημιουργικής συνεργασίας και αλληλεγγύης μεταξύ των ιδρυμάτων, και όχι ανταγωνισμού μέσα σε έναν μηχανισμό «επιβράβευσης και ποινής».
Μια αξιολόγηση που δεν αντιλαμβάνεται την Παιδεία ως κατάρτιση, ως εμπορεύσιμο προϊόν, και τον φοιτητή ως πελάτη-καταναλωτή, και γι’ αυτό υποτάσσεται σε αποκλειστικά αγοραία κριτήρια και στόχους.
Για μας η Παιδεία δεν μπορεί παρά να είναι δημόσιο αγαθό με κοινωνική προοπτική και το Πανεπιστήμιό μας δημόσιο και δωρεάν για όλους.
Ζητάμε μια αξιολόγηση που θα σέβεται και θα διασφαλίζει το θεσμό του αυτοδιοίκητου, μια διαδικασία συνεπώς αυστηρά εσωτερική δίχως έξωθεν εντεταλμένα όργανα όπως η Επιτροπή Εξωτερικής Αξιολόγησης.
Μια αξιολόγηση στο πλαίσιο της εμπέδωσης του κοινωνικού ρόλου του δημοσίου πανεπιστημίου, που λογοδοτεί στο κοινωνικό σύνολο για το έργο του, και όχι από «ειδικούς επιστήμονες» που έχουν ανάγει τη διασφάλιση ποιότητας σε επάγγελμα δρέποντας έτσι ψευδεπίγραφα εχέγγυα αμεροληψίας.
Μια αξιολόγηση που θα γίνεται επομένως από την ίδια την ακαδημαϊκή κοινότητα, φοιτητές και καθηγητές μαζί, μέσω των θεσμών της συνδιοίκησης.
Γι’ αυτό είναι κομβικό να δοθεί εκ νέου νόημα στη έννοια της ακαδημαϊκής κοινότητας, να γίνει αυτή αντιληπτή πράγματι ως κοινότητα με ιδιαίτερο κοινωνικό ρόλο και να ενεργοποιηθούν τα κομμάτια εκείνα εντός της που αντιλαμβάνονται το ιδιαίτερο φορτίο του δημοσίου Πανεπιστημίου και αγωνίζονται για την αναβάθμιση του, ώστε να συναντηθούν και να δράσουν από κοινού.
Ως φοιτητές έχουμε νευραλγικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία επαναδόμησης μιας ταλαιπωρημένης και ξεχασμένης από πολλούς έννοιας. Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε πως το πανεπιστήμιό μας και η παιδεία δεν είναι προϊόν, για να τα αντιμετωπίσουμε ως τέτοια. Δεν περνάμε απλά κάποιες ώρες της ημέρας μας εδώ ούτε αποτελεί η ανώτατη εκπαίδευση ένα απλό μεταβατικό στάδιο προς την εργασία. Δεν είμαστε καταναλωτές. Είμαστε φοιτητές, επιστήμονες, διανοούμενοι, μελλοντικοί εργαζόμενοι και ακαδημαϊκοί πολίτες. Έχουμε ευθύνη να αντιληφθούμε έτσι τους εαυτούς μας και να αναλάβουμε τις υποχρεώσεις μας. Έχουμε ευθύνη να έχουμε λόγο για την πραγματικότητα μας, να συναντιόμαστε, να ακούμε και να συζητούμε. Είναι συνεπώς καθήκον όλων μας να γίνουμε ενεργό κομμάτι της ακαδημαϊκής κοινότητας, να ενεργοποιηθούμε μέσα στους θεσμούς της συνδιοίκησης και να προφυλάξουμε το δημόσιο χαρακτήρα του πανεπιστημίου με την καθημερινή προσπάθεια για την ουσιαστική του αναβάθμιση.
Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου