Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

Περί οικονομικής κρίσης...

ΣΚΟΥΡΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ...



Το τελευταίο διάστημα η περιώνυμη οικονομική κρίση αγγίζει και την Ελλάδα. Στην ανυπαρξία παραγωγικών δομών και αναπτυξιακού σχεδιασμού, ήρθαν να προστεθούν σκάνδαλα διαφθοράς και διασπάθισης δημόσιου χρήματος, με αποτέλεσμα η εικόνα που δημιούργησε η χώρα προς τα έξω (βλ. παραποίηση των οικονομικών στοιχείων που αποστείλαμε στα κοινοτικά όργανα) να είναι εικόνα αναξιοπιστίας. Αυτά είχαν ως συνέπεια την εκτόξευση του ελλείμματος και τη συνακόλουθη μείωση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, με άλλα λόγια, τη δυνατότητα δανεισμού, όπως αυτή εκτιμάται από διεθνείς οίκους αξιολόγησης.

Η χάραξη οικονομικής πολιτικής λοιπόν για να ξεπεράσει η χώρα την κρίση φαίνεται να έχει ξεφύγει από τα χέρια της εθνικής κυβέρνησης. Αντίθετα, ανάγεται πλέον σε διπλωματικό παιχνίδι ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα ισχυρότερα κράτη-μέλη που είναι ενταγμένα στη ζώνη του ευρώ, όπως η Γερμανία και η Γαλλία.

Παρά τις αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας και μετά από ατέλειωτες συναντήσεις και παζαρέματα με τους κοινοτικούς μας εταίρους, η κυβέρνηση ανακοίνωσε, κατόπιν εγκρίσεως του υπουργικού συμβουλίου, ένα σύνολο οικονομικών μέτρων, απευθυνόμενων μέχρι στιγμής στον δημόσιο τομέα, που αποσκοπούν αφενός στη μείωση των δαπανών και αφετέρου στην αύξηση των εσόδων.

Σε ό,τι αφορά την περιστολή των δαπανών προβλέπονται δραστικές μειώσεις στα πάσης φύσεως κοινωνικά επιδόματα, στο δώρο των Χριστουγέννων (13ος μισθός), στο δώρο του Πάσχα και το επίδομα αδείας (14ος μισθός), περιορισμοί των δημόσιων επενδύσεων και πάγωμα των συντάξεων ώστε να μην αναπροσαρμόζονται στον πληθωρισμό.

Στο πλαίσιο ενίσχυσης των κρατικών εσόδων περιλαμβάνονται μέτρα που συνίστανται σε αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ και των ειδικών φόρων κατανάλωσης, που αποτελούν έμμεσους και άρα άδικους και μη αναλογικούς φόρους, για καύσιμα, τσιγάρα και ποτά, καθώς και σε επιβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο ηλεκτρικό ρεύμα και σε εισαγωγή ειδικού φόρου κατανάλωσης στα είδη πολυτελείας.

ΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΜΕ ΥΠΟΤΙΤΛΟΥΣ

Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε την θέση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα, θα πρέπει να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε δύο μυστηριώδεις έννοιες που βρίσκονται στο στόμα όλων και σε κάθε πρωτοσέλιδο: «χρηματοπιστωτικό σύστημα» και «εξωτερικός δανεισμός»...

Το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι το δίκτυο των οργανισμών εκείνων που ασχολούνται, όπως μαρτυρεί και το όνομά του, με το χρήμα και την πίστωση, δηλαδή το δανεισμό. Αυτοί είναι κατά κύριο λόγο οι τράπεζες και τα χρηματιστήρια.

Στην εποχή μας η οικονομία κάθε χώρας εξαρτάται στενότερα και αμεσότερα με τις άλλες, ενώ στην οικονομία κυριαρχεί ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης. Αποτέλεσμα; Το χρηματοπιστωτικό σύστημα λειτουργεί σε παγκόσμιο επίπεδο με τους ίδιους όρους, και από την άλλη αποσυνδέεται όλο και περισσότερο από την παραγωγική διαδικασία και τον πλούτο που όντως παράγεται, τη λεγόμενη «πραγματική οικονομία». Αυτό έχει ως συνέπεια να φτάνει σε συμπεριφορές παράλογες, που έχουν οδηγήσει πολλούς αναλυτές να το παρομοιάζουν με ένα σύστημα τζόγου, ένα «καζίνο».

Οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί δανείζουν πλέον όχι με βάση τον πλούτο που όντως έχουν στα θησαυροφυλάκιά τους, ούτε καν χρησιμοποιώντας τον ως ένα ποσοστό ασφαλείας επί των ποσών που δανείζουν. Αντίθετα, με τα περιώνυμα «παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα» (βλ. CDS, δομημένα ομόλογα, και άλλα ευφυή δημιουργήματα…), οι τράπεζες δανείζουν αξιώσεις που τις εμφανίζουν ως ενεργητικό. Με άλλα λόγια, δανείζουν χρήματα που θα πάρουν σαν να τα είχαν ήδη... Αυτή η πρακτική έχει άμεση σχέση με την κρίση, όπως εκδηλώθηκε στις Η.Π.Α. το 2008.

Ο εξωτερικός δανεισμός είναι μια συνηθισμένη μέθοδος των κρατών να αντλούν ρευστό, δανειζόμενα από τις διεθνείς τράπεζες. Κάθε κράτος εκδίδει τα περίφημα «ομόλογα», που είναι στην ουσία τίτλοι που πιστοποιούν μια οφειλή, την οποία το κράτος οφείλει να ξεπληρώσει μετά από ορισμένο διάστημα, συνήθως από 7 ως 30 χρόνια, μαζί με τον τόκο, που καθορίζεται από το επιτόκιο. Το ύψος του τελευταίου καθορίζεται από την «πιστοληπτική ικανότητα» της χώρας, με άλλα λόγια τη δυνατότητά της να ξεπληρώσει το χρέος. Αυτή τη δυνατότητα την αξιολογούν οι πασίγνωστοι πια «διεθνείς οίκοι αξιολόγησης», με βάση την κατάσταση της οικονομίας της χώρας. Το spread λοιπόν δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διαφορά του επιτοκίου με το οποίο δανείζεται μια χώρα από το επιτόκιο με το οποίο δανείζεται μια εύρωστη οικονομία π.χ. η Γερμανία, το οποίο παίρνεται ως βάση.

Ο εξωτερικός δανεισμός ωστόσο έχει πάρει τερατώδεις διαστάσεις. Από τη μια πλευρά, δανείζονται όλες ανεξαιρέτως οι χώρες, και από την άλλη, δε δανείζονται για την κάλυψη εκτάκτων αναγκών αλλά σε μόνιμη βάση, για να καλύψουν προηγούμενα χρέη και τις πάγιες ανάγκες τους. Ειδικά για την Ελλάδα, ο δανεισμός αποτελεί αναγκαίο μέσο οικονομικής επιβίωσης και έχει καταλήξει σε μηχανισμό εξάρτησης.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΡΩΤΕΣ ΒΟΗΘΕΙΕΣ!



Θεμελιώδης διακήρυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως προκύπτει από τις ιδρυτικές της συνθήκες, είναι η δημιουργία μιας ενιαίας εσωτερικής αγοράς. Η ενιαία εσωτερική αγορά σημαίνει άρση των οποιωνδήποτε περιορισμών με απώτερο στόχο την ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων, κεφαλαίων και υπηρεσιών στο χώρο της Ένωσης. Πρόκειται δηλαδή για έναν χώρο που θα διέπεται από τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού και της αυτορρύθμισης της αγοράς.

Απαραίτητο ωστόσο στοιχείο για την ολοκλήρωση μιας εσωτερικής αγοράς αποτελεί και το κοινό νόμισμα, που διευκολύνει την ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών και των κεφαλαίων (ΟΝΕ – ευρώ). Αυτό έχει ως συνέπεια να χάνουν τα κράτη ένα ισχυρό όπλο όσον αφορά την χάραξη οικονομικής πολιτικής, η οποία τώρα περνάει στα χέρια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ένα όργανο το οποίο δεν υπόκειται σε πολιτικό έλεγχο, αφού διοικείται από τεχνοκράτες.

Η κρατική κυριαρχία στον τομέα της οικονομίας περιορίζεται έτσι στη δημοσιονομική πολιτική, που κι αυτή όμως προσδιορίζεται ασφυκτικά από τους όρους που θέτει το Σύμφωνο Σταθερότητας, το οποίο κινείται στην κατεύθυνση περιορισμού των δημοσίων δαπανών, ιδίως των κοινωνικών, μετατρέποντας το κράτος σε απλό λογιστή, δέσμιο των οικονομικών επιλογών της Ε.Ε.

Η νομισματική όμως και οικονομική σταθερότητα που τόσο πολύ επιδιώκει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα κλονιζόταν ανεπανόρθωτα με τη χρεωκοπία ενός κράτους-μέλους, όπως η Ελλάδα, και τη συνακόλουθη υποτίμηση του ευρώ. Γι’ αυτόν τον λόγο καταρτίστηκε μηχανισμός στήριξης της Ελλάδας από την Ε.Ε. και το Δ.Ν.Τ., ύστερα από διαπραγματεύσεις επί διαπραγματεύσεων. Συγκεκριμένα, οι Ευρωπαίοι εταίροι θα παράσχουν δάνειο στη χώρα συνολικού ύψους περίπου 30 δις ευρώ και το Δ.Ν.Τ. 10 δις ευρώ, με επιτόκιο αντίστοιχο των αγορών.

Στην πραγματικότητα το σχέδιο αυτό στήριξης αγοράζει λίγο χρόνο για την Ελλάδα. Το αντάλλαγμα θα είναι η πλήρης εκχώρηση της οικονομικής πολιτικής στο Δ.Ν.Τ. και στις χώρες της Ευρωζώνης.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΟΡΤΑ ΘΑ ΔΙΑΒΕΙΣ...



Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (Δ.Ν.Τ.) λειτουργεί ως οργανισμός αρμόδιος να επιβλέπει το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα με το να παρακολουθεί τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τα ισοζύγια πληρωμών. Ως βασική αποστολή του καθίσταται η παροχή οικονομικής ενίσχυσης σε χώρες-μέλη με δυσεπίλυτα οικονομικά προβλήματα.

Η οικονομική αυτή βοήθεια συνίσταται είτε σε δανεισμό της χώρας που παρουσιαζει οικονομικό πρόβλημα είτε σε διαχείριση της εθνικής της οικονομίας. Σε ανταπόδοση της οικονομικής συνδρομής του Δ.Ν.Τ, η δανειζόμενη χώρα είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει σε μια σειρα επώδυνων οικονομικών μεταρρυθμίσεων που στοχεύουν στη μείωση των δημόσιων δαπανών, στην αυξηση των φόρων και σε ιδιωτικοποιήσεις. Τέτοιου είδους μέτρα επιβλήθηκαν στην πλειοψηφία των χωρών που βοηθήθηκαν οικονομικά απο το Δ.Ν.Τ.

Σε δυσμενή οικονομική θέση βρίσκεται και η Ελλάδα για την οποία το Δ.Ν.Τ. προτείνει μεταξύ των παραπάνω μέτρων την απελευθέρωση των απολύσεων, την απορρύθμιση της εργασίας με την κατάργηση των συλλογικών συμβασεων εργασίας και δυσμενείς μεταβολές στο ασφαλιστικό και την παιδεια.

Τέλος, η πορεία του Δ.Ν.Τ φαίνεται αντιφατική σε σύγκριση με τους αρχικούς σκοπους λειτουργίας του καθώς οδήγησε τις χώρες στις οποίες παρένεβη στην οικονομική κατάρρευση αυξάνοντας τα ποσοστά ανεργίας και διογκώνοντας τις ανισότητες. Για παράδειγμα η Αργεντινή οδηγήθηκε σε μεγαλύτερη κριση μετά τη χορήγηση δανείου απο το Δ.Ν.Τ. καθώς η περικοπή των κρατικών δαπανών συνετέλεσε στη δημιουργία κλίματος πανικού και σε απογείωση της ανεργίας.

ΤΙ ΑΞΙΑ ΕΧΕΙ ΜΙΑ ΤΙΜΗ;

Επί πολλούς αιώνες, οι κοινωνίες αποφάσιζαν ποια και πόσα προϊόντα θα παράξουν βασισμένες στις πραγματικές τους ανάγκες, σε αυτά που χρειαζόταν η κοινότητα. Όσο για την τιμή των προϊόντων, αυτή ήταν το άθροισμα της αξίας των πρώτων υλών και της εργασίας που απαιτούνταν για την παραγωγή τους. Αυτός ο τρόπος οργάνωσης της παραγωγής και καθορισμού της τιμής των προϊόντων της έχει πλέον αλλάξει.

Στις σύγχρονες μεταβιομηχανικές κοινωνίες, αυτά τα βασικά στοιχεία της οικονομίας καθορίζονται από το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Όσο λοιπόν μεγαλύτερη ζήτηση υπάρχει για κάτι, τόσο η τιμή του ανεβαίνει και τόσο η παραγωγή στρέφεται προς αυτό. Αντίστροφα, όσο περισσότερο προσφέρεται ένα προϊόν, τόσο η τιμή του πέφτει, και αντίστοιχα η παραγωγή του μειώνεται γιατί δεν συμφέρει (εξού και η πρακτική να καίγονται στοκ προϊόντων προκειμένου να ανέβει η τιμή τους). Το γνωστό σε όλους μας χρηματιστήριο γεννήθηκε ακριβώς για να αποτυπώσει συγκεντρωμένες τις διακυμάνσεις αυτές.

Αυτή η λογική προϋποθέτει πως η προσφορά και η ζήτηση θα αφεθούν ανόθευτες ώστε να εκφράσουν τις πραγματικές ανάγκες, και συνοδεύεται από μια πίστη ότι αν η αγορά αφεθεί ελεύθερη, δίχως εξωτερικές παρεμβάσεις, θα βρει μόνη της μια ισορροπία προς το συμφέρον όλων (η περίφημη «αόρατη χείρα της αγοράς»). Η πραγματικότητα όμως αλλού μας οδήγησε. Αυτό που συνέβη αντίθετα ήταν χρηματιστηριακά πειράματα με τη λογική αυτή και η κατασκευή πλασματικών αναγκών που οδήγησαν στην υπερκατανάλωση και στην εμπορευματικοποίηση των κοινωνιών μας, με τη βοήθεια της διαφήμισης, ώστε να εξασφαλισθεί η «επιθυμητή» ζήτηση και το μέγιστο κέρδος για τις επιχειρήσεις.

Είναι φανερό λοιπόν ότι οι αγορές κατέχουν κεντρικό ρόλο και σε τομείς που ξεφεύγουν της οικονομικής ζωής, καθώς μια «οικονομία της αγοράς» χρειάζεται μια «κοινωνία της αγοράς» για να υπάρξει. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και κοινωνικοί παράγοντες, όπως για παράδειγμα η φύση (οι πρώτες ύλες), η εργασία, η ζωή μας η ίδια σε τελική ανάλυση, γίνονται εμπορεύματα και λειτουργούν με όρους αγοραίους - όπως ακριβώς συμβαίνει για τον καθορισμό της τιμής ενός προϊόντος. Στο χαρακτηριστικό παράδειγμα της εργασίας, δημιουργείται η λεγόμενη «αγορά εργασίας», μέσα στην οποία η ανθρώπινη εργασία νοείται ως μια οικονομική μονάδα που αγοράζεται και πουλιέται ωσάν να ήταν εμπόρευμα και η τιμή της είναι ο μισθός.

Οι συνέπειες της κυριαρχίας της αγοράς στην οικονομία αλλά και στην ίδια την κοινωνία γίνονται πιο ξεκάθαρες σήμερα, τόσο με την οικονομική κρίση όσο και με τα νέα οικονομικά μέτρα για τους εργαζομένους στον δημόσιο τομέα... Η προσωπική μας ευθύνη έγκειται στην αντίσταση τόσο απέναντι σε κάθε μέτρο που καταπατά κεκτημένα δικαιώματα των εργαζομένων όσο και απέναντι σε έναν τρόπο ζωής που προωθεί την υπερκατανάλωση και την εμπορευματικοποίηση των ανθρωπίνων σχέσεων. Πέρα από τους νόμους της αγοράς, να κάνουμε πράξη την αλληλεγγύη και την αξιοπρέπεια.

Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ, ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ


Καθώς όλο και περισότερο η οικονομική κρίση και οι επιπτώσεις της αρχίζουν να αποτελούν απτή πραγματικότητα (βλ. κλεισμένα καταστήματα, άνοδο τιμών, περικοπές) τόσο πιο εμφανές γίνεται πως δεν πρόκειται απλά για ένα φαινόμενο τοπικό, όπου πρωτοβουλίες σε κρατικό μόνο επίπεδο θα μπορούσαν να προσφέρουν λύσεις. Είναι σαφές αντίθέτως πως πρόκειται για μία κρίση του μοντέλου ανάπτυξης του δυτικού κόσμου εν γένει και του τροπου οργάνωσης της παραγωγής σε παγκόσμιο πλέον επίπεδο.

Τις τελευταίες δεκαετίες συντελέστηκε μέσω του δανεισμού και των επενδύσεων μια αθρόα μεταφορά κεφαλαίων από τη Δύση προς τις χώρες της Ασίας και της Αφρικής, με ταυτόχρονη σχεδόν μεταφορά σε αυτές των παραγωγικών μονάδων της βαριάς βιομηχανίας. Αυτό θα μπορούσε να πει κανείς οτι συνέβη για τους εξής λόγους: Αφενός λόγω του χαμηλότερου κόστους παραγωγής εξαιτίας της φτηνότερης διάθεσης πρώτων υλών και του χαμηλού κόστους εργασίας (συγκριτικό πλεονέκτημα - στόχος το μεγαλύτερο κέρδος με το μικρότερο κόστος) και αφετέρου λόγω της περιορισμένης νομοθετικής προστασίας των όρων παροχής της εργασίας στις χώρες εκείνες.

Στα δυτικά κράτη δεν μένει έτσι τίποτα άλλο πέρα απο την διακίνηση υπηρεσιών και την παραγωγή γνώσης και τεχνολογίας υπό τούς όρους που θέτει μια αγορά πλέον διεθνής. Ταυτόχρονα τρίτες χώρες επωμίζονται το σύνολο σχεδόν της αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής, καθώς και το οικολογικό κόστος που αυτό συνεπάγεται.

Τα αποτελέσματα αυτής της κατανομής της παραγωγής είναι εξαιρετικά δυσμενή. Από τη μία, διαρρήχθηκε ο κοινωνικός ιστός των χωρών που με ρυθμούς ραγδαίους εκβιομηχανίστηκαν για να αναλάβουν τον ρόλο του παραγωγού. Από την άλλη, στη Δύση έχουν απομείνει κυρίως υπηρεσίες, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία ανάληψης ουσιαστικής αναπτυξιακής πολιτικής. Επιπλέον, οι θέσεις εργασίας λόγω της μεταφοράς της πλειοψηφίας των βιομηχανικών μονάδων έχουν μειωθεί, εκτινάσσοντας τους δείκτες ανεργίας, σε συνδυασμό με ένα διαρκώς αυξανόμενο μεταναστευτικό ρεύμα που ήρθε να καλύψει τις θέσεις ανειδίκευτου προσωπικού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: