Παρασκευή 14 Μαΐου 2010

Περί δικηγορικής άσκησης και απελευθέρωσης του δικηγορικού επαγγέλματος

Τελειώνοντας κανείς τη Nομική και προκειμένου να γίνει δικηγόρος υποβάλλεται στην διαδικασία της δικηγορικής άσκησης και στη συνέχεια περνάει από εξετάσεις προκειμένου να εγγραφεί στον Δικηγορικό Σύλλογο. Στην διάρκεια της άσκησης ο ασκούμενος δικηγόρος ασχολείται με πραγματικές υποθέσεις βοηθώντας τον ασκούντα δικηγόρο στο χειρισμό τους. Η άσκηση έχει λοιπόν χαρακτήρα διπλό, είναι δηλαδή και μαθητεία του ασκούμενου κοντά σε έναν παλαιότερο δικηγόρο αλλά και εργασία στο γραφείο αυτού.

Εύλογα ωστόσο θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς αν αυτή είναι όντως αναγκαία ή αν θα μπορούσε να καλυφθεί στα πλαίσια των μαθημάτων εντός της σχολής. Η άσκηση αυτό που έρχεται να εξασφαλίσει σε πρώτο στάδιο είναι τον ίδιο τον ασκούμενο προετοιμάζοντάς τον για να αντεπεξέλθει τόσο στις απαιτήσεις του επαγγέλματος και στον ανταγωνισμό με παλαιότερους όσο και στις ευθύνες που θα αναλάβει απέναντι στους πελάτες του. Οι ανθρώπινες διαστάσεις της δικηγορίας καθιστούν απαραίτητη την συνειδητοποίηση πως πίσω από τα πραγματικά και τα νομικά στοιχεία βρίσκονται ανθρώπινες υποθέσεις. Αυτό σίγουρα δεν μπορεί να διδαχθεί σε κανένα φροντιστήριο υπό συνθήκες εργαστηρίου.
Πέρα όμως από αυτά σημαντική είναι και η φύση καθεαυτή του θεσμού. Η άσκηση δεν είναι μονάχα μαθητεία-εργασία. Είναι πέρα από αυτά και πρωτίστως μία σχέση αλληλεγγύης μεταξύ συναδέλφων πέρα από όρους ανταγωνισμού.
Θεωρούμε λοιπόν πως η άσκηση είναι απαραίτητη και θα πρέπει να γίνεται σε επαφή με δικηγόρους που ήδη εργάζονται, εκεί δηλαδή που μπορεί κανείς να δει πως εξελίσσεται μια υπόθεση από την αρχή ως το τέλος της με όποιες προεκτάσεις αυτό έχει.

Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι η πλήρης στρέβλωση του θεσμού της άσκησης. Κάθε ασκούμενος βρίσκει μόνος του τον δικηγόρο στον οποίο θα κάνει άσκηση και ο τρόπος που θα γίνει αυτή επαφίεται στην καλή θέληση του ασκούντα.
Μεγάλος αριθμός ασκουμένων είτε κάνουν εικονική άσκηση, είτε υποβιβάζονται στο ρόλο του παιδιού για όλες τις δουλειές, μεταφέροντας καφέδες και κουβαλώντας τα ψώνια, υπομένοντας αυτό το «νεκρό» διάστημα που δεν τους προσφέρει τίποτα για να αποκτήσουν την τυπική προϋπόθεση να δώσουν εξετάσεις.
Από την άλλη, εξίσου σημαντικός αριθμός ασκούμενων λειτουργούν υπό καθεστώς εκμετάλλευσης, προσφέροντας πραγματική εργασία, συχνά γραμματειακού τύπου, για την οποία είτε δεν πληρώνονται καθόλου είτε παίρνουν εξευτελιστικά μικρή αμοιβή. Καλύπτουν με αυτόν τον τρόπο με ελάχιστο κόστος θέσεις εργασίας στις οποίες θα απασχολούνταν κανονικά προσωπικό.

Είναι φανερό ότι προκειμένου να λειτουργήσει ουσιαστικά ο θεσμός της άσκησης χρειάζεται αλλαγές. Θεωρούμε λοιπόν πως ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης πρέπει να επιτελέσει καθοριστικό ρόλο, θεσμοθετώντας ο ίδιος οργανωμένα τη διαδικασία με την οποία θα γίνεται η άσκηση, παρεμβαίνοντας ανάμεσα στον ασκούντα και τον ασκούμενο και θέτοντας εγγυήσεις και ασφαλιστικές δικλείδες ώστε να μην μετατρέπεται η άσκηση σε εκμετάλλευση αλλά να λειτουργεί ουσιαστικά προς όφελος του ασκουμένου αλλά και του ασκούντα. Για τον ίδιο λόγο προτάσσουμε και τον ενεργό ρόλο του ίδιου του Δημόσιου Πανεπιστημίου, όχι με την αφομοίωση της άσκησης στο προπτυχιακό επίπεδο, αλλά με την παρεμβολή του στη διαδικασία εύρεσης ασκούμενων σε συνεργασία με τον εκάστοτε Δικηγορικό Σύλλογο, ώστε να ασκεί έλεγχο υπέρ του ασκουμένου και να απαιτεί κάποια ελάχιστα εχέγγυα, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ποιότητα της άσκησης.

Η διάρκεια της άσκησης με το ισχύον σύστημα είναι 18 μήνες. Προτείνουμε αυτή η περίοδος να μειωθεί στον ένα χρόνο, ως ένα διάστημα που θα επιτρέψει στον ασκούμενο να λάβει τις απαραίτητες γνώσεις για το επάγγελμα, χωρίς ωστόσο να παρατείνεται υπερβολικά αυτή η μεταβατική περίοδος της άσκησης, που τις περισσότερες φορές ευνοεί την αυθαιρεσία και εκμετάλλευση από μεριάς του ασκούντα προς τον ασκούμενο.
Σε ό,τι έχει να κάνει με την αμοιβή των ασκούμενων δικηγόρων, κρίνουμε πως η πιο δίκαιη λύση θα ήταν ένας μικτός τρόπος πληρωμής.
Από τη μία λοιπόν, να καταβάλλεται μια κατώτατη αμοιβή από τον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης (400 ευρώ), ο οποίος και θα θέτει κάποια προαπαιτούμενα, ώστε να διασφαλίζεται μια ουσιαστική, ποιοτική άσκηση, μια άσκηση πραγματική και όχι εικονική, προς όφελος και βελτίωση του ασκούμενου.
Από την άλλη, και παράλληλα με αυτή την αμοιβή, ο ασκούμενος δικηγόρος δικαιούται μερίδιο από τα κέρδη του ασκούντα, ίσο με την εργασία που καταβάλλει. Δηλαδή, ανάλογα με το έργο που παράγει, προτείνουμε να παίρνει ένα αντίστοιχο ποσοστό από το ποσό που θα πληρωθεί ο ασκούντας δικηγόρος.
Μια τέτοια λύση αρμόζει περισσότερο στο επάγγελμα του δικηγόρου, ως ελευθέριο επάγγελμα, αν λάβει κανείς υπόψη τις εντελώς διαφορετικές συνθήκες εργασίας τις οποίες μπορεί να βιώνει ο ένας ασκούμενος με τον άλλον (π.χ. μπορεί ο ένας να χειρίζεται μια υπόθεση για μήνες, ενώ ο άλλος να ασχολείται με πολλές υποθέσεις ταυτόχρονα, λόγω μεγάλου φόρτου εργασίας του δικηγορικού γραφείου στο οποίο κάνει την άσκηση).
Τέλος, όσον αφορά τις ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες μέχρι τώρα είναι προαιρετικές και καλύπτονται από τους ίδιους τους ασκούμενους, θεωρούμε ότι ο Δ.Σ.Θ. μπορεί και οφείλει να καταβάλει το μεγαλύτερο μέρος του ασφαλιστικού μερίσματος, αφήνοντας να καλύψει ένα μικρό μόνο ποσοστό ο ασκούμενος (σε αναλογία 80-20).



Τελευταία στον χώρο των νομικών επαγγελμάτων, μετά από σχετικές απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά πιο πρόσφατα και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, γίνεται λόγος για “απελευθέρωση”, μεταξύ άλλων με την κατάργηση των εδαφικών περιορισμών, την κατάργηση των κατώτατων αμοιβών, την ελεύθερη διαφήμιση νομικών υπηρεσιών κ.α.
Οι εδαφικοί περιορισμοί σχετίζονται με ορισμένους φραγμούς που ισχύουν σήμερα στα νομικά επαγγέλματα, όσον αφορά στην άσκησή τους μέσα σε συγκεκριμένα γεωγραφικά όρια. Ένας δικηγόρος για παράδειγμα, οφείλει σήμερα να ασκεί το επάγγελμά του μόνο στα δικαστήρια τα οποία αντιστοιχούν στον Δικηγορικό Σύλλογο στον οποίο είναι εγγεγραμμένος. Αυτή η ρύθμιση αποσκοπεί σε μια προστασία των μικρότερων δικηγορικών γραφείων σε σχέση με τους “μεγαλοδικηγόρους”, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά οφείλουν να περιορίσουν τη δράση τους σε μια μόνο ορισμένη γεωγραφικά περιοχή. Έτσι αποφεύγεται η δημιουργία “μονοπωλίων” στον επάγγελμα των δικηγόρων.
Στα ίδια πλαίσια κινείται και η προσπάθεια άρσης της απαγόρευσης διαφήμισης παροχής νομικών υπηρεσιών. Είναι προφανές ότι, αν αυτή η απαγόρευση αρθεί, μόνοι κερδισμένοι θα είναι όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα να διαφημιστούν - οπότε και εδώ προωθείται η πρωτοκαθεδρία των μεγάλων δικηγορικών γραφείων και των νομικών εταιρειών, σε βάρος των περισσοτέρων δικηγόρων.
Υπάρχει ακόμη το αίτημα για κατάργηση των κατώτατων αμοιβών για τους δικηγόρους (δηλ. με βάση κάποιους τιμοκαταλόγους, τίθεται ένα κατώτατο όριο πληρωμής τους για κάθε εργασία που κάνουν), ένα μέτρο κατεξοχήν ευεργετικό για τους νέους, άπειρους επαγγελματίες του κλάδου. Μια τέτοια κατάργηση θα οδηγούσε στην εξουθένωση των “αδύναμων” δικηγόρων, οι οποίοι πλέον θα αναγκάζονταν να παρέχουν την εργασία τους για ψίχουλα.
Πρόκειται σαφώς για μια προσπάθεια κατάργησης βασικών “ασφαλιστικών δικλείδων”, απαραίτητων για την επιβίωση των περισσοτέρων ασκούντων των επάγγελμα του δικηγόρου. Αν αυτές εκλείψουν, θα παραχωρήσουν ένα επιπλέον πεδίο δράσης στις μεγάλες νομικές εταιρείες και τα δικηγορικά γραφεία, αφήνοντας έκθετους τους ανεξάρτητους δικηγόρους σε έναν ανυπόφορο γι’ αυτούς ανταγωνισμό, ωθώντας τους έτσι να καταλήξουν υπάλληλοι σε κάποιο από τα παραπάνω γραφεία προκειμένου να επιβιώσουν οικονομικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: