Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010

Για τα Κ.Ε.Σ.

1. Η εκπαίδευση στην Ε.Ε.:
Σχετικά με τις κοινοτικές οδηγίες και την απόφαση του ΔΕΚ

Σύμφωνα με το άρθρο 149 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, «το περιεχόμενο της διδασκαλίας και η οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος» αποτελούν αρμοδιότητα των κρατών μελών. Εντούτοις η Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο του ενδιαφέροντός της για την οικοδόμηση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς εξέδωσε δύο κοινοτικές οδηγίες, την 1989/48 και την 2005/36, με τις οποίες τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. τα κράτη μέλη υποχρεώνονται να αποδεχθούν περιορισμούς στην κυρίαρχη αρμοδιότητα τους να καθορίζουν το θεσμικό και πραγματικό πλαίσιο παροχής των γνώσεων που είναι απαραίτητες για την αγορά εργασίας. Οι οδηγίες αυτές ορίζουν το θεσμικό πλαίσιο της υποχρέωσης αναγνώρισης από ένα κράτος μέλος των ακαδημαϊκών και επαγγελματικών κυρίως γνώσεων που αποκτήθηκαν και πιστοποιήθηκαν μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος άλλου κράτους μέλους, είτε στο έδαφος του δεύτερου, είτε στο έδαφος του πρώτου, με σύμβαση δικαιόχρησης.
Η Ε.Ε. δείχνει να αντιμετωπίζει την παιδεία περισσότερο ως προϊόν, ως ένα θέμα που άπτεται της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, των αγαθών και των υπηρεσιών, παρά ως δημόσιο αγαθό, θυσιάζοντάς την έτσι στο βωμό της ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης. Ο Ενιαίος Ευρωπαϊκός Χώρος ευαγγελίζεται την ομογενοποίηση των Α.Ε.Ι. σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με βάση την «ποιότητα» όπως αυτή γίνεται αντιληπτή και καθορίζεται από τα αποκλειστικά αγοραία κριτήρια. Χαρακτηριστικά αποκαλυπτικό είναι το σκεπτικό του ΔΕΚ πάνω στο ζήτημα.
Κατόπιν καταγγελιών που υπέβαλαν 37 ιδιώτες, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έκρινε ότι η ελληνική νομοθεσία δεν είναι σύμφωνη, σε πολλά σημεία, με την οδηγία 89/48. Αποφάσισε, επομένως, να ασκήσει προσφυγή κατά της χώρας μας, η οποία κρίθηκε με την απόφαση C-274/05 της 23ης Οκτωβρίου 2008 του ΔΕΚ.
Το ΔΕΚ δεν αμφισβήτησε τη δυνατότητα της Ελλάδας να ορίζει στο Σύνταγμα της ότι η πανεπιστημιακή και τριτοβάθμια εν γένει εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από τα δημόσια ιδρύματα (αρ. 16 Σ). Αυτό που επισήμανε ήταν ότι σύμφωνα με το σύστημα της οδηγίας 89/43, ένα δίπλωμα αναγνωρίζεται όχι λόγω της ουσιαστικής αξίας της εκπαιδεύσεως που πιστοποιεί, αλλά διότι καθιστά δυνατή την πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα εντός του κράτους μέλους στο οποίο αυτό αποκτήθηκε ή αναγνωρίστηκε. Το γενικό σύστημα αναγνωρίσεως των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως που καθιερώθηκε με την οδηγία 89/48 στηρίζεται, συγκεκριμένα, στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τα επαγγελματικά προσόντα που αναγνωρίζουν.
Ως εκ τούτου, το ζήτημα αν το εκπαιδευτικό ίδρυμα, στο οποίο πραγματοποίησε τις σπουδές του ο κάτοχος διπλώματος, είναι «πανεπιστήμιο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή άλλο ίδρυμα του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 89/48, πρέπει να κρίνεται αποκλειστικώς βάσει των κανόνων που διέπουν το σύστημα επαγγελματικής εκπαιδεύσεως του κράτους μέλους του οποίου αρμόδια αρχή χορήγησε το δίπλωμα.
Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι η οδηγία 89/48 δεν αφορά την αναγνώριση ακαδημαϊκών τίτλων σπουδών, αλλά μόνον τα επαγγελματικά προσόντα τα οποία παρέχουν πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα.
Συμπερασματικά, η απόφαση στηρίζεται στη λογική ότι τα ΚΕΣ δεν ανήκουν στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας στην οποία λειτουργούν, αλλά στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας όπου βρίσκονται τα μητρικά πανεπιστήμια, με τα οποία έχουν συναφθεί οι εμπορικές συμφωνίες. Οι δε εν λόγω εμπορικές συμφωνίες μεταξύ των ιδρυμάτων νοούνται κατεξοχήν οικονομικά και προστατεύονται στο πλαίσιο ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Εξ αιτίας αυτής ακριβώς της λογικής, η οποία στην πραγματικότητα παρακάμπτει τις ελεγκτικές αρμοδιότητες των εθνικών αρχών των χωρών στις οποίες λειτουργούν τα ΚΕΣ, παραπέμποντας την αρμοδιότητα αυτή στα εκπαιδευτικά συστήματα των μητρικών χωρών, οφείλεται και το γεγονός ότι η απόφαση δεν έρχεται σε αντίφαση με τις συνταγματικές και λοιπές θεσμικές ρυθμίσεις των χωρών υποδοχής.
Η εν λόγω απόφαση του ΔΕΚ έχει μεγάλο ενδιαφέρον καθώς αποτελεί πηγή προβληματισμών γύρω από τον τρόπο που αντιμετωπίζεται η ανώτατη εκπαίδευση στον ευρωπαϊκό χώρο. Πράγματι, η απόφαση αντιλαμβάνεται την ανώτατη εκπαίδευση ενταγμένη στο πλαίσιο της ανταγωνιστικότητας και της αρχής της ελευθερίας της εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών στην Ενωμένη Ευρώπη, σαν εμπορική επιχείρηση. Η μητρική δηλαδή εταιρεία είναι υπεύθυνη για την ποιότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών της, που διακινούνται στην κοινή ευρωπαϊκή αγορά.
Συνακόλουθα, η λογική σύμφωνα με την οποία η ανώτατη εκπαίδευση συνιστά πεδίο άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας, γεννά ερωτήματα ως προς τη συμβατότητα της με την Ευρωπαϊκή παράδοση του Διαφωτισμού που αντιλαμβάνεται το Πανεπιστήμιο, ως κέντρο διαμόρφωσης καθολικών ανθρώπων και πολιτών (universitas). Η τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν νοείται πλέον ως μια καθολική, αδιάσπαστη διαδικασία παραγωγής και μετάδοσης της επιστημονικής γνώσης αλλά ως μια σειρά από επί μέρους υπηρεσίες επαγγελματικής κατάρτισης και εξειδίκευσης.
Επιπλέον, ερώτημα είναι και το κατά πόσο το μοντέλο του πανεπιστημίου - επιχείρηση που στηρίζεται στην αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στην Ευρώπη, συμβιβάζεται με τον κοινωνικό ρόλο των ΑΕΙ. Η σύνδεση δηλαδή της παραγωγής και της αναφοράς της επιστημονικής γνώσης με τις ιδιαίτερες κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές συνθήκες και ανάγκες του τόπου στον οποίο αυτές πραγματοποιούνται έρχεται σε δεύτερη μοίρα στο πλαίσιο της συλλογιστικής της απόφασης του ΔΕΚ.
Ένα δεύτερο σημείο της απόφασης που αποτελεί εστία συζήτησης αφορά στο διαχωρισμό των ακαδημαϊκών όρων και συνθηκών διεξαγωγής των σπουδών που οδηγούν σε πανεπιστημιακούς τίτλους, από τους όρους και τα κριτήρια για την απόκτηση των επαγγελματικών δικαιωμάτων που αντιστοιχούν σε αυτούς. Σύμφωνα με την απόφαση οι ακαδημαϊκές προϋποθέσεις (τα προγράμματα δηλαδή των σπουδών, η διάρκεια της φοίτησης, η ποιότητα της εκπαίδευσης και της εκτελούμενης βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας, η επιστημονική επάρκεια των διδασκόντων κ.ο.κ.) για την άσκηση επαγγελμάτων που απαιτούν επιστημονική γνώση και επάρκεια, αποτελούν τυπική και όχι ουσιαστική διαδικασία. Απομακρύνεται, συνεπώς, από την ανάγκη για αντιστοίχηση της ικανότητας των διπλωματούχων να ασκήσουν τα επαγγέλματα που απαιτούν πανεπιστημιακή εκπαίδευση, με τις επιστημονικές γνώσεις τους.
Ένα ακόμη σημείο της απόφασης που γεννά προβληματισμούς αφορά στην αφαίρεση της αρμοδιότητας ελέγχου και πιστοποίησης της ποιότητας των σπουδών των εκπαιδευτικών οργανισμών που λειτουργούν εντός της επικράτειάς τους από τις εθνικές αρχές των χωρών υποδοχής των ΚΕΣ. Η απόφαση εδώ στηρίζεται σε μια λογική που αντιλαμβάνεται την εκπαίδευση ως υπηρεσία αναπαραγωγής γνώσεων και γι’ αυτό η ποιότητα των εν λόγω γνώσεων μπορεί να πιστοποιείται και εξ αποστάσεως εφαρμόζοντας τα ίδια κριτήρια με οποιαδήποτε «τυποποιημένη» διαδικασία παραγωγής και διανομής εμπορικών προϊόντων και υπηρεσιών. Η απόφαση δηλαδή απέχει από το να αναγνωρίσει τις ιδιαιτερότητες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ως συστηματικής και αδιάσπαστης δραστηριότητας παραγωγής και μετάδοσης της επιστημονικής γνώσης.
Τέλος, με δεδομένο ότι τα Κ.Ε.Σ. αποτελούν κερδοσκοπικές επιχειρήσεις που λειτουργούν σε τρίτες χώρες, εγείρονται πολλά ερωτήματα σχετικά με τη θεσμική διασφάλιση των ελέγχων της ποιότητας των υπηρεσιών που αυτά παρέχουν. Ανησυχίες εγείρονται γύρω από την δυνατότητα εξ αποστάσεως προστασίας του δημοσίου συμφέροντος στα κράτη-μέλη λόγω αμφιβολιών για την ενσωμάτωση των κριτήριων και την ευθυγράμμιση με τις ακαδημαϊκές αρχές των μητρικών πανεπιστημίων εκ μέρους των Κολλεγίων, ειδικά από τη στιγμή που ο κερδοσκοπικός χαρακτήρας τους υπαγορεύει την ελαχιστοποίηση του κόστους και τη μεγιστοποίηση των κερδών.

2. Σχετικά με το νόμο 3696/2008 για τα Κ.Ε.Σ.

Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν ενσωμάτωσε την οδηγία 89/48, πολλά Κέντρα Ελεύθερων Σπουδών λειτουργούν ήδη στη χώρα. Πολλοί νέοι κυρίως άνθρωποι που δεν κατάφεραν να εισαχθούν σε κάποιο ΑΕΙ (αριθμός που γιγαντώθηκε και μετά την θέσπιση του ορίου της βάσης του 10 στις πανελλαδικές εξετάσεις ως προϋπόθεση για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση) εγγράφονται καθημερινά σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια – Κ.Ε.Σ. Επιπλέον, στα Κ.Ε.Σ. κατέφυγε ένα κομμάτι επαγγελματιών και ανθρώπων που είχαν ήδη ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία, προς αναζήτηση εξειδίκευσης ή γρήγορης εκμάθησης νέων τεχνολογιών, προγραμμάτων και μεθόδων management και παραγωγής.
Αποτέλεσμα αυτής της de facto κατάστασης ήταν η αδήριτη ανάγκη θέσπισης ενός πλαισίου που θα ρυθμίζει την δανειοδότηση και τη λειτουργία αυτών των εκπαιδευτηρίων. Σε αυτήν την ανάγκη ήρθε να απαντήσει ο νόμος 3696/2008.
Ο επίμαχος νόμος για τα Κ.Ε.Σ. που ψηφίστηκε από το θερινό τμήμα της Βουλής ρυθμίζει την λειτουργία των Κ.Ε.Σ. σε μια προσπάθεια να οργανώσει τον τρόπο αδειοδότησής τους, συνεργασίας τους με ιδρύματα του εξωτερικού, κρατικού ελέγχου κ.ο.κ. Προετοιμάζει έτσι το δρόμο για την εξίσωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των πτυχιούχων Α.Ε.Ι. με αυτά των αποφοίτων των Κ.Ε.Σ., δρόμος που βέβαια παραμένει κλειστός όσο καθυστερεί η αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος το οποίο απαγορεύει ρητά την ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Ενώ όμως ο έλληνας νομοθέτης δεν προχωρεί σε εξίσωση επαγγελματικών δικαιωμάτων, η Ε.Ε. έχει ήδη εκδώσει την σχετική οδηγία 2005/36, η οποία μάλιστα, ενόψει του ότι η Ελλάδα δεν την έχει ενσωματώσει έγκαιρα, έχει αποκτήσει άμεση ισχύ στην ελληνική έννομη τάξη. Το αποτέλεσμα είναι ότι κάθε πτυχιούχος Κ.Ε.Σ. μπορεί να την επικαλεστεί στα δικαστήρια και να πετύχει έτσι για τον εαυτό του ουσιαστικά την ίδια αντιμετώπιση που θα τύγχανε ένας πτυχιούχος Α.Ε.Ι. στην αγορά εργασίας.
Στο νόμο ορίζεται ρητά ότι οι βεβαιώσεις, τα πιστοποιητικά σπουδών ή οποιασδήποτε άλλης ονομασίας βεβαίωση που χορηγούν τα Κολέγια δεν είναι ισότιμα με τους τίτλους που χορηγούνται στο πλαίσιο του Ελληνικού συστήματος τυπικής εκπαίδευσης, όπως Πανεπιστήμια, Τ.Ε.Ι. και Ι.Ε.Κ.. Συνεπώς, οι εν λόγω βεβαιώσεις φοίτησης δεν παρέχουν, όπως συχνά αναφέρεται παραπλανητικά στις διαφημίσεις, δικαίωμα εγγραφής των αποφοίτων στον οικείο επαγγελματικό σύλλογο, όπως είναι ο δικηγορικός σύλλογος.
Σε αυτό το σημείο έχουμε την πρώτη ρήξη του Έλληνα νομοθέτη με το ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο. Ο νόμος 3696/2008 εναρμονίζεται με το άρθρο 16 του Συντάγματος και την αυστηρή νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, αρνούμενος την αναγνώριση ακαδημαϊκής και επαγγελματικής ισοτιμίας των τίτλων ανώτατων σπουδών των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων με αυτούς των δημοσίων εταίρων τους. Η απόφαση αυτή του νομοθέτη αναδεικνύει την αντίληψη που καθόρισε το περιεχόμενο του εν λόγω νόμου ότι η παρεχόμενη στην Ελλάδα εκπαίδευση κρίνεται ως ανωτάτη (ακαδημαϊκά και επαγγελματικά) με βάση τις προϋποθέσεις που θέτει το ελληνικό Σύνταγμα. Εντάσσει συνεπώς τα εκπαιδευτήρια που λειτουργούν στην επικράτεια στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και συνακόλουθα οι τίτλοι που αυτά χορηγούν δεν μπορεί να αναγνωριστούν ως ισότιμοι διότι κάτι τέτοιο θα προσέκρουε πλάγια στην απαγόρευση σύστασης ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από ιδιώτες. Παράλληλα, η διαδικασία αδειοδότησης των Κολλεγίων, οι έλεγχοι της λειτουργίας τους από εθνικές αρχές, σύμφωνα με τα κριτήρια του νόμου, συμπληρώνει την εικόνα ενός έντονου κρατικού έλεγχου, ασυμβίβαστου με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και τον ελεύθερο ανταγωνισμό.

3. Για μια δημόσια δωρεάν παιδεία

Με την πρόσφατη προσπάθεια αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος αλλά και με το επίμαχο θέμα των Κ.Ε.Σε διαφαίνεται μια συστηματική προσπάθεια ανοίγματος του χώρου της παιδείας στην ιδιωτική πρωτοβουλία με την παράλληλη ίδρυση μη κρατικών – ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Αυτή η συνύπαρξη γεννά πληθώρα προβληματισμών τόσο ως προς τα αποτελέσματα που θα χει πάνω στο δημόσιο πανεπιστήμιο όσο και ως προς το χαρακτήρα της γνώσης που θα παράγεται από τα ιδιωτικά.
Συγκεκριμένα σε σχέση με το δημόσιο Πανεπιστήμιο ο ανταγωνισμός που θα αναπτυχθεί θα οδηγήσει είτε στην υποβάθμιση του δημοσίου -πράγμα που ενόψει της συστηματικής υποχρηματοδότησης των ΑΕΙ τα τελευταία χρόνια φαίνεται από εξαιρετικά πιθανό ως σίγουρο-, είτε στην εισαγωγή ιδιωτικών ορών λειτουργίας στα δημόσια πανεπιστήμια (χαρακτηριστικό παραδείγματα αυτής της τάσεως – τετραετή αναπτυξιακά πλάνα – εξωτερική αξιολόγηση κ.α.). Παράλληλα η αναγνώριση ενός ιδιωτικού ιδρύματος ως ΑΕΙ δεν είναι άμοιρη αποτελεσμάτων για την κοινωνία. Πράγματι, μια γνώση που παρέχεται από ένα ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα είναι αναπόδραστα συνδεδεμένη με τις ανάγκες και τα ιδιοτελή συμφέροντα του παροχέα της.

Δεν μπορούμε ως φοιτητές, ως επιστήμονες και μελλοντικοί εργαζόμενοι, να νοήσουμε τα επαγγελματικά δικαιώματα που απορρέουν από το πτυχίο μας αποσπασμένα από τις ακαδημαϊκές εγγυήσεις με τις οποίες προέκυψαν. Για μας η παιδεία δεν είναι προϊόν, δεν είναι πακέτα πρακτικών γνώσεων προορισμένων να καλύψουν μια εξειδικευμένη ανάγκη της αγοράς εργασίας. Για μας η εκπαιδευτική διαδικασία δεν μπορεί να είναι απλά παροχή υπηρεσιών, η σχέση διδάσκοντα-διδασκομένου εμπορική σχέση, ο φοιτητής πελάτης-καταναλωτής. Η απάντηση στην αγοραία λογική των παραπάνω κατευθύνσεων είναι πως για μας η παιδεία δεν μπορεί παρά να είναι δημόσιο αγαθό που καλύπτει κοινωνικές ανάγκες, οι φοιτητές πολύπλευροι επιστήμονες και ακαδημαϊκοί πολίτες, το πανεπιστήμιο ένας δημόσιος χώρος, πολιτικού διαλόγου και κοινωνικών συγκρούσεων.
Η αντίθεση σε αυτήν την πολιτική πορεία ιδιωτικοποιήσεων και φιλελευθεροποίησης της οικονομίας δεν μπορεί να είναι βέβαια μόνο αμυντική αλλά πρέπει να περάσει σε μια κριτική των προβλημάτων μιας παιδείας που δημιουργεί απολιτικά, αγράμματα, πλην εξειδικευμένα όντα, η ερευνητική δραστηριότητα είναι πενιχρή και πατενταρισμένη και η ακαδημαϊκή κοινότητα μαστίζεται από την οικογενειοκρατία, την διαφθορά και την αδιαφορία.
Η ίδια η ακαδημαϊκή κοινότητα με τις συμφωνίες και τις διαφωνίες της είναι αυτή που καλείται να υπερασπιστεί τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγόμενης γνώσης. Συνακόλουθα τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, καθηγητές και φοιτητές, οφείλουν να αναλάβουν υπεύθυνα τον ρόλο τους αυτό. Από τη μια οι καθηγητές να μην υποβιβάζουν τους εαυτούς τους σε δημοσίους υπαλλήλους, αποκομμένους από την κοινωνία διανοούμενους κλεισμένους μέσα σε αποστειρωμένα εργαστήρια, αλλά να ανταποκριθούν δυναμικά στην ευθύνη τους έναντι της κοινωνίας. Από την άλλη οι φοιτητές πρέπει να αποσπαστούν από τη λογική του πελάτη που αντιμετωπίζει το πανεπιστήμιο και συνακόλουθα τη γνώση ως καταναλωτικό προϊόν και να δουν τους εαυτούς τους ως ακαδημαϊκούς πολίτες, ως ενεργό κομμάτι της κοινωνίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: